- ατονώ
- (AM ἀτονῶ, -έω) [άτονος]χάνω τη δύναμή μου, εξασθενώνεοελλ.χάνω το κύρος μου, περιέρχομαι σε αχρηστία, δεν ισχύω («αυτό το άρθρο έχει ατονήσει προ πολλού»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατονώ — ατονώ, ατόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ατονώ — ησα, ημένος, είμαι άτονος, εξασθενώ, χάνω τη δύναμή μου: Τα μέτρα εναντίον των θορύβων ατόνησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτονῶ — ἀτονέω to be relaxed pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀτονέω to be relaxed pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀτονόω weaken pres subj act 1st sg ἀτονόω weaken pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτόνῳ — ἄτονος slackness masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατονώ — κατατονῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού ατονώ) γίνομαι τελείως άτονος, εξασθενώ, αδυνατίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀτονῶ «είμαι εξασθενημένος»] … Dictionary of Greek
συνατονώ — έω, Α [ἀτονῶ] ατονώ, χαλαρώνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αδυνατίζω — (Μ ἀδυνατίζω) 1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω 2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ 3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω («οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν») 4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ μσν. είμαι … Dictionary of Greek
ατόνηση — η εξασθένηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατονώ. Η λ. ατόνησις μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γηράσκω — (AM γηράσκω, Α και γηράω) 1. γίνομαι γέρος, γερνώ 2. φρ. «γηράσκω ἀεί διδασκόμενος» όσο μεγαλώνω μαθαίνω, διδάσκομαι αρχ. 1. είμαι γέρος 2. (για καρπούς) ωριμάζω 3. εξασθενώ, παρακμάζω, ατονώ 4. κάνω κάποιον να γεράσει, συντελώ στο γέρασμά του 5 … Dictionary of Greek
εκχαλώ — ἐκχαλῶ ( άω) (Α) 1. αφήνω, απολύω, χαλαρώνω 2. μετριάζω 3. (αμτβ.) χαλαρώνομαι, ατονώ … Dictionary of Greek